μελεαγρίδος

μελεαγρίδος
μελεαγρίς
guinea-fowl
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελεαγρίς — η (Α μελεαγρίς, ίδος) γένος ορνιθόμορφων πτηνών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια meleagridae, γνωστό κοινώς σήμερα ως γαλοπούλα αρχ. ως κύριο όν. Μελεαγρίς τίτλος έργου τού Αντισθένη («καθὼς ἱστορεῑ Ἀντισθένης ἐν γ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”